καταλοφάδεια

καταλοφάδεια
καταλοφάδεια και καταλοφάδια (Α)
επίρρ. επάνω στον τράχηλο, στον σβέρκο και στους δύο ώμους («καταλοφάδεια φέρων τὴν ἔλαφον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» και αναλογικό προς το κατωμάδιος από τη φρ. κατά λόφον. Το -ει- από μετρική έκταση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταλοφάδεια — on the neck indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”